- φηγότευκτος
- φηγό-τευκτος, vom Baume φηγός gemacht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φηγότευκτος — ον, Α (ποιητ. τ.) κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] … Dictionary of Greek
φηγότευκτον — φηγότευκτος oaken masc/fem acc sg φηγότευκτος oaken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)